- διχότομος
- διχότομοςmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
διχοτόμος — cutting in two masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμος — ο (AM διχοτόμος, ον) 1. (για επίπεδο ή γραμμή) αυτός που διαιρεί σε δύο μέρη 2. το θηλ. ως ουσ. η διχοτόμος η ευθεία η οποία άρχεται από την κορυφή γωνίας και τή διαιρεί σε δύο ίσα μέρη. ο (AM διχοτόμος, ον) ο διαιρεμένος σε δύο ίσα μέρη νεοελλ.… … Dictionary of Greek
διχοτόμος — ο, η αυτός που διαιρεί στα δύο: Ένα τρίγωνο χωρίζεται σε δύο ίσα μέρη από τη διχοτόμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχοτόμοις — διχότομος masc/fem/neut dat pl διχοτόμος cutting in two masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμου — διχότομος masc/fem/neut gen sg διχοτόμος cutting in two masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμους — διχότομος masc/fem acc pl διχοτόμος cutting in two masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμων — διχότομος masc/fem/neut gen pl διχοτόμος cutting in two masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμῳ — διχότομος masc/fem/neut dat sg διχοτόμος cutting in two masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχότομον — διχότομος masc/fem acc sg διχότομος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διχοτόμοι — διχοτόμος cutting in two masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)